- προμελετημένος
- önceden düşünülmüş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
επηρεαστικός — ή, ό (AM ἐπηρεαστικός, ή, όν) [επηρεαστής] μσν. νεοελλ. ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει μσν. (στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας αρχ. 1. υβριστικός, ταπεινωτικός 2. δόλιος, προμελετημένος … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek
προκάτ — Ν (συντμ. τ. τού προκατασκευασμένος) 1. προκατασκευασμένο τεμάχιο 2. προκατασκευή 3. (μτφ. ως επίθ.) (για πράξεις, ενέργειες, καταστάσεις) σκηνοθετημένος, προμελετημένος … Dictionary of Greek
σκόπιμος — η, ο / σκόπιμος, ον, ΝΜΑ [σκοπός (II)] αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι νεοελλ. αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»). επίρρ... σκοπίμως και σκόπιμα Ν 1. από… … Dictionary of Greek
προμελετώ — προμελέτησα, προμελετήθηκα, προμελετημένος 1. μελετώ από πριν, προετοιμάζομαι με μελέτη. 2. προσχεδιάζω αξιόποινη πράξη: Έγκλημα προμελετημένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)